Αβελίνο. Η ιστορία της παραμονής της στη Serie A τη σεζόν 1980-81, ξεπερνάει κατά πολύ το ποδόσφαιρο.
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 1980. Στην περιφέρεια του Αβελίνο, ενώ παραδοσιακά τέτοια εποχή η θερμοκρασία είναι χαμηλή, το μεσημέρι το θερμόμετρο δείχνει 30 βαθμούς Κελσίου. Ηταν το πρώτο σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα ανήσυχα ζώα και τα πουλιά που πετούσαν πολύ χαμηλά, ήταν επίσης ενδείξεις ότι η μέρα ήταν περίεργη. Θα γινόταν ακόμη περισσότερο μετά τη νίκη της Αβελίνο με 4-2 επί της Ασκολι, παίρνοντας τους δύο βαθμούς που της επέτρεπε να προσπεράσει την Περούτζια και να μην είναι πλέον στην τελευταία θέση της Serie A. Μια νίκη, όμως, που δε θα πανηγύριζε κανείς όσο θα ήθελε…
Την ώρα που βράδιαζε, η περιοχή τρέμει στον ρυθμό ενός σεισμού που διαλύει τα πάντα: 3.000 νεκροί, 9.000 τραυματίες, 300.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους. Αυτός ήταν ο απολογισμός, με την κατάσταση να μοιάζει εμπόλεμη. Και μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, φυσικά, κανείς δεν μπορούσε εκείνες τις πρώτες στιγμές να σκεφτεί την ποδοσφαιρική ομάδα. Αυτή που τελικά θα έκανε υπερήφανο τον κόσμο του Αβελίνο, πετυχαίνοντας μια σειρά θαυμάτων που μάλλον δε θα γίνονταν ποτέ αν δεν είχε κουνηθεί η γη.
Ηταν, άλλωστε, μια ομάδα που είχε αρχίσει τη σεζόν με -5 λόγω της συμμετοχής της στο σκάνδαλο Calcioscommesse και αυτό είχε ως συνέπεια να μη θέλει κανείς να πάρει μεταγραφή εκεί. Μια ομάδα που βασίζονταν σε νεαρούς με ταλέντο, όπως οι Βινιόλα και Τακόνι που θα πήγαιναν στη συνέχεια στη Γιουβέντους, και σε βετεράνους όπως οι Βαλέντε, Ρεπέτο και Ντι Σόμα. Ειδικά ο τελευταίος, ο Σαλβατόρε Ντι Σόμα, ήταν για την Αβελίνο σημαία. Οσο για το αστέρι της ομάδας; Ηταν πραγματικά τέτοιο.
Ο Βραζιλιάνος Χουάρι, ο οποίος έπαιζε στο τελευταίο ματς του Πελέ, είχε πάρει μεταγραφή από τη Σάντος στη Γουαδαλαχάρα το 1979 και ένα χρόνο μετά, ο πρόεδρος των Μεξικάνων, σύμφωνα με τον θρύλο, του είπε να πετάξουν για Βραζιλία προκειμένου να δουν κάποιους πιτσιρικάδες ποδοσφαιριστές. Οταν απογειώθηκαν, όμως, του είπε την αλήθεια: «Δεν πάμε Βραζιλία αλλά Ιταλία, σε πουλήσαμε εκεί». Ποιος να του το έλεγε του Βραζιλιάνου ότι θα ζούσε αυτό που έζησε στην Ιταλία;
«Στις 23 Νοεμβρίου 1980, μετά από εκείνη τη ματσάρα κόντρα στην Ασκολι, κάλεσα τον Χουάρι για δείπνο, τον περίμενα και τελικά ήρθε… ο σεισμός. Δεν βγήκα από το σπίτι γιατί η πόρτα δεν άνοιγε, μαζί με την πρώην σύζυγό μου μείναμε μέσα και περιμέναμε να σταματήσει. Τελικά καταφέραμε να βγούμε αλλά δεν βλέπαμε τίποτα, υπήρχε παντού ομίχλη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κατάλαβα ότι δεν ήταν ομίχλη αλλά σκόνη, δεν υπήρχαν σπίτια πλέον… Φορούσα ένα φανελάκι, ήταν ζεστή μέρα, αλλά μετά τον σεισμό είχε ένα τρομερό κρύο. Πολλοί από τη γειτονιά μαζευτήκαμε στον δρόμο και ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε», έχει διηγηθεί ο Τακόνι, ο οποίος θα συνειδητοποιούσε άμεσα, όπως και οι συμπαίκτες του, ότι η αποστολή της ομάδας θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολη.
Με το γήπεδο να μετατρέπεται σε ανοιχτό νοσοκομείο και τη ζωή στην περιφέρεια να έχει σταματήσει, η Αβελίνο ζήτησε να μην υπάρξουν υποβιβασμοί εκείνη τη σεζόν, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό. Αντιθέτως, αποφασίστηκε η ομάδα να δώσει τα παιχνίδια της στο San Paolo, στη Νάπολη, την ώρα που οι ποδοσφαιριστές κοιμόντουσαν στα αυτοκίνητά τους ή σε σπίτια φίλων τους που δεν είχαν ισοπεδωθεί εντελώς.
Ο όρκος και το ματς που τα άλλαξαν όλα
Τα πρώτα παιχνίδια μετά τον σεισμό δεν έκρυβαν εκπλήξεις, με την Αβελίνο να γνωρίζει τη μία ήττα μετά την άλλη, μέχρι που ο Ντι Σόμα, ως ηγέτης, πήρε μια πρωτοβουλία.
«Συγκεντρωθήκαμε όλοι σε μια αίθουσα του ξενοδοχείου στο Μοντεκαντίνι, κοιταχτήκαμε στα μάτια και δώσαμε έναν όρκο. Ορκιστήκαμε ότι θα δώσουμε παραπάνω και από το μάξιμουμ, ότι κυριολεκτικά θα φτύναμε αίμα αν χρειαζόταν για να δώσουμε μια χαρά, έστω μικρή, σε αυτόν τον κόσμο που υπέφερε. Επρεπε να σωθεί η ομάδα περισσότερο γι’ αυτούς και λιγότερα για εμάς», είπε χρόνια μετά σε συνέντευξή του και η μέρα που θα αλλάξουν όλα, θα είναι η 21η Δεκεμβρίου 1980.
Η Αβελίνο αντιμετωπίζει την Καταντζάρο, έχει τη συμπαράσταση μόλις 4.000 οπαδών της στο αχανές San Paolo, αλλά έχει και τον Χουάρι σε εκπληκτική κατάσταση, κάνοντας… πλάκα στον προσωπικό του αντίπαλο, τον Τζουζέπε Σαμπαντίνι, ο οποίος είχε τη φήμη του πιο γρήγορου ποδοσφαιριστή στην Ιταλία. Μία εβδομάδα μετά, με αντίπαλο τη Γιουβέντους, η Αβελίνο που είναι πίσω στο σκορ με 1-0, θα ισοφαρίσει στις καθυστερήσεις με κεφαλιά του πιο κοντού παίκτη του γηπέδου, του Μάριο Πίγκα που έφτανε στο… 1.65μ.!
«Το μυστικό μας ήταν τα αποδυτήρια, σε ανθρώπινο επίπεδο ήταν τα πιο σημαντικά αποδυτήρια στα οποία βρέθηκα ποτέ και αυτό δεν είναι ρητορική. Θέλαμε αλήθεια να βοηθήσουμε αυτόν τον κόσμο. Εκείνη τη χρονιά δεν πλήρωσα ποτέ τον κρεοπώλη ή τον φούρναρη, μας τα χάριζαν όλα δωρεάν και απλά μας ζητούσαν να τους δώσουμε αυτή τη χαρά έστω. Και θυμάμαι ακόμη εκείνο το ματς με τη Ρόμα…», έχει πει ο Τακόνι και το ματς στο οποίο αναφέρεται ήταν για την προτελευταία αγωνιστική.
Οι Ρωμαίοι ήταν στο -1 από τη Γιουβέντους, η οποία έπαιζε με τη Φιορεντίνα στο Τορίνο. Το γκολ του Φαλκάο θα βάλει από νωρίς μπροστά στο σκορ τους τζαλορόσι και θα κάνει δύσκολα τα πράγματα για την Αβελίνο, η οποία χρειαζόταν την ισοπαλία για να σωθεί. Οταν θα γίνει γνωστό ότι ο Αντόνιο Καμπρίνι έχει σκοράρει για τη Γιούβε, στη Ρόμα νιώθουν απογοήτευση και αυτό φαίνεται σταδιακά και στην απόδοσή τους.
Μπροστά σε 50.000 οπαδούς της, σε μια μέρα που ήταν ζεστή, όπως και στις 23 Νοεμβρίου 1980, η σειρά θαυμάτων θα ολοκληρωθεί με την εκπληκτική εκτέλεση φάουλ του Βεντουρίνι, ο οποίος ήταν πάντα αναπληρωματικός. Τελικό αποτέλεσμα 1-1, η Αβελίνο είχε μόλις σωθεί και ο κόσμος της είχε πλέον ένα λόγο για να κλάψει από χαρά και όχι από δυστυχία. Το δέσιμο, άλλωστε, με την ομάδα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και τον πόνο για την τραγωδία που είχαν ζήσει, όπως φαίνεται και από τα λόγια του Σαλβατόρε Ντι Σόμα, του ηγέτη εκείνων των 11 που στις 23 Νοεμβρίου 1980 μετατράπηκαν από άνθρωποι σε λύκοι (το σήμα της ομάδας), όπως έγραψε σε σχετικό αφιέρωμά της η Gazzetta dello Sport.
«Ημασταν ένα όλοι μαζί, εμείς και εκείνος ο κόσμος. Κάθε Δευτέρα επισκεπτόμουν τις περιοχές στις οποίες είχαν καταστραφεί τα πάντα. Κυριολεκτικά. Ο κόσμος με έβλεπε, με πλησίαζε και ήταν κάτι σαν γιορτή. Θυμάμαι εκείνη την τραγική βραδιά της 23ης Νοεμβρίου, λίγο μετά τον σεισμό, όταν είδα μια γυναίκα να είναι στον δρόμο σε άσχημη κατάσταση. Ξυπόλητη, βρώμικα και διαλυμένα ρούχα, είχε χάσει τους γονείς της, έκλαιγε. Οταν με είδε, μου είπε «Σαλβατόρε, τι τραγωδία είναι αυτή; Πώς θα ζήσουμε; Πώς θα τα καταφέρουμε;”. Και μετά από λίγο, χαμογελάει ελαφρά και μου λέει: “Τι ωραίο ματς σήμερα, όμως, ε;”»…