Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ιταλία υπέφερε από τις βόμβες της Μαφίας, η οποία σχεδίαζε ένα μακελειό που θα άλλαζε για πάντα τη χώρα.
Κυριακή, 23 Ιανουαρίου 1994. Λίγο μετά τις 16:30 ώρα Ιταλίας, οι περισσότεροι από 40.000 οπαδοί της Ρόμα αποχωρούν απογοητευμένοι από το Olimpico, έχοντας δει την ομάδα τους να χάνει με 0-2 από την Ουντινέζε. Πίκρα. Κι όμως, όπως κατάλαβαν αρκετό καιρό μετά, εκείνη τη στιγμή της αποχώρησής τους από το γήπεδο, δεν έπρεπε να αισθάνονται στενοχωρημένοι για την ήττα των τζαλορόσι, αλλά ευτυχισμένοι επειδή επέστρεψαν σπίτια τους. Γιατί αν όλα είχαν πάει φυσιολογικά, πολλοί εξ αυτών θα ήταν θύματα της μεγαλύτερης τρομοκρατικής ενέργειες της ιταλικής μαφίας και δη της σικελικής…
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 ήταν πολύ δύσκολα για την Ιταλία. Ηταν τα χρόνια των εκρηκτικών, τα χρόνια που η Cosa Nostra, η μαφία της Σικελίας, είχε κηρύξει πόλεμο στο ιταλικό κράτος, βάζοντας βόμβες σε διάφορα σημεία και με διάφορους στόχους. Ηταν τα χρόνια που έμειναν στην ιστορία για τη δολοφονία του εισαγγελέα Τζοβάνι Φαλκόνε, στις 23 Μαΐου 1992, σε αυτοκινητόδρομο έξω από το Παλέρμο, για να ακολουθήσει στις 19 Ιουλίου του ίδιου έτους ο φόνος και του Πάολο Μπορσελίνο, επίσης εισαγγελέα.
Η Ιταλία ζούσε υπό τον φόβο της νέας μαφόζικης επίθεσης ανά πάσα στιγμή, αλλά η μεγαλύτερη όλων θα ερχόταν έξω από το γήπεδο της πρωτεύουσας. Αυτό, τουλάχιστον, έλεγε το πρόγραμμα. Ας πάρουμε, όμως, το χρονικό από την αρχή, όπως αποκαλύφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν έγινε μια δίκη με κατηγορούμενους διάφορα μέλη της Cosa Nostra, οι οποίοι άνοιξαν τα στόματά τους και είπαν διάφορα, εστιάζοντας στο μακελειό που θα έπρεπε να γίνει στις 23 Ιανουαρίου 1994. Ενα μακελειό, για το οποίο η μαφία προετοιμαζόταν από τα τέλη Μαΐου 1993.
Τότε, οι Γκασπάρε Σπατούτσα, Κοζίμο Λο Νίγκρο, Φραντσέσκο Τζουλιάνο και Σαλβατόρε Γκρίγκολι, μέλη της σικελικής μαφίας, μεταφέρουν στη Ρώμη, κρυμμένα σε ένα «ψεύτικο χώρο» που είχαν δημιουργήσει στο φορτηγό του Πιέτρο Κάρα, ενός μεταφορέα που έκανε συχνά δρομολόγια προς την πρωτεύουσα και ο οποίος ήταν πλήρως ελεγχόμενος από την Cosa Nostra, 400 κιλά εκρηκτικών. Μεταφέρονται σε μια αποθήκη και από εκεί φορτώνονται σε ένα Lancia Therna, το οποίο θα παρκάρουν σε συγκεκριμένο σημείο. Στον δρόμο Viale dei Gladiatori, δρόμος από την πλευρά της Curva Sud του Olimpico. Δρόμος στον οποίο βρίσκονται και οι Carabinieri όταν έχει αγώνα.
Αυτό, όπως ειπώθηκε στη δίκη, έγινε μεταξύ Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, με τους μαφιόζους να παρατηρούν καθημερινά όλες τις κινήσεις των οχημάτων της αστυνομίας, με αποτέλεσμα σύντομα να ξέρουν πόσοι βρίσκονται στο σημείο ανά πάσα στιγμή της ημέρας, πόσοι έρχονται, πόσοι φεύγουν, πώς μετακινούνται, τα πάντα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της δίκης θα καταθέσουν ότι για τις κινήσεις της αστυνομίας η μαφία έπαιρνε πληροφορίες από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος τελικά λίγους μήνες μετά θα γινόταν για πρώτη φορά πρωθυπουργός, επαναφέροντας τις φήμες για τις διαχρονικές σχέσεις του Cavaliere με το οργανωμένο έγκλημα.
Ο στόχος είναι ο δυναμίτης να εκραγεί στις 23 Ιανουαρίου 1994, μετά το τέλος του Ρόμα – Ουντινέζε, όταν στο σημείο θα βρίσκονταν περισσότεροι από 100 αστυνομικοί για να επιβλέψουν την αποχώρηση των οπαδών και ειδικά των οργανωμένων.
Στη Ρώμη, εν τω μεταξύ, έχει ανέβει και ο Αντόνιο Σκαράνο, έμπορος ναρκωτικών και άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, αρχηγού της Cosa Nostra. Η παρουσία του Σκαράνο στη Ρώμη, σύμφωνα με τις καταθέσεις στη δίκη που έγινε χρόνια μετά, αποδείκνυε -αν δεν έφτανε η ποσότητα των εκρηκτικών, για να το καταλάβει κάποιος- πόσο σημαντικό ήταν για την Cosa Nostra αυτό το χτύπημα. Ενα χτύπημα που δεν έγινε ποτέ όμως. Και δεν έγινε… κατά τύχη. Οι μαφιόζοι περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, όταν η Viale dei Gladiatori θα ήταν γεμάτη από κόσμο και -κυρίως- αστυνομικούς για να ενεργοποιήσουν την βόμβα αλλά τελικά το τηλεκοντρολ με το οποίο θα το έκαναν… κόλλησε!
Κάθε προσπάθεια ενεργοποίησης αποτυγχάνει, ο πανικός φέρεται να καταλαμβάνει κάποιους εξ αυτών και αποχωρούν, η επιχείρηση ακυρώνεται και τις επόμενες μέρες ο Σκαράνο, με τη βοήθεια άλλων δύο, θα μετακινήσει το Lancia Therna από τον χώρο δένοντας το με άλλο αυτοκίνητο και στη συνέχεια θα το καταστρέψουν. Για την ιστορία, όχι ότι αυτό αλλάζει κάτι στα γεγονότα, το Lancia είχε κλαπεί από το Παλέρμο και είχε μεταφερθεί στη Ρώμη αποκλειστικά γι’ αυτό τον σκοπό. Η 23η Ιανουαρίου 1994 επομένως, η μέρα που η Ιταλία θα ζούσε το μεγαλύτερο μακελειό, με τον θάνατο περισσότερων από 100 αστυνομικών και εκατοντάδων πολιτών-φιλάθλων, πέρασε ήρεμα.
Το πόσο τυχεροί ήταν όσοι πέρασαν από εκείνο τον δρόμο εκείνη τη στιγμή, θα το καταλάβαιναν το 1995, όταν ο Πιέτρο Ρομέο, χαμηλόβαθμο στέλεχος της Cosa Nostra, θα συλληφθεί και τελικά θα συνεργαστεί με τη δικαιοσύνη, λέγοντας όσα ήξερε. Εισαγγελείς, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι, πολίτες, παθαίνουν σοκ όταν μαθαίνουν τι θα γινόταν εκείνη την ημέρα έξω από το Olimpico αν δεν κολλούσε το τηλεκοντρόλ, ενώ η κατάθεσή του θα οδηγήσει στην κατάσχεση μεγάλης ποσότητας εκρηκτικών που βρέθηκαν σε δύο βίλες έξω από τη Ρώμη, οι οποίες ήταν ιδιοκτησίες δύο φίλων του Αντόνιο Σκαράνο, του ανθρώπου της απόλυτης εμπιστοσύνης του αρχηγού Ματέο Μεσίνα Ντενάρο.
Αυτός, επονομαζόμενος πλέον και ως «ο τελευταίος αρχηγός της Cosa Nostra», παραμένει άφαντος αφού οι ιταλικές Αρχές τον αναζητούν επί δεκαετίες και δεν μπορούν να τον βρουν. Οταν τον βρουν και τον δικάσουν, θα έχουν πολλά για να τον κατηγορήσουν αλλά τουλάχιστον μέσα σε αυτά δεν θα είναι και ο θάνατος εκατοντάδων πολιτών έξω από το Olimpico της Ρώμης. Εστω επειδή έτσι ήθελε η τύχη…
Υ.Γ.: Σε καταθέσεις άλλων ανθρώπων της Cosa Nostra είχε ειπωθεί ότι το χτύπημα θα γινόταν τον Οκτώβριο του 1993, μετά το τέλος του Λάτσιο – Ουντινέζε, αλλά τελικά επικράτησε η 23η Ιανουαρίου 1994.