Η ιστορία του Σαλβατόρε Σκιλάτσι έχει καταγραφεί ως μία από τις πιο στενάχωρες στο ιταλικό ποδόσφαιρο, αλλά αυτό μάλλον αδικεί αυτή του ξαδερφού του, Μαουρίτσιο.
Οσα χρόνια κι αν περάσουν, για τους Ιταλούς το Μουντιάλ 1990 θα είναι κάτι ξεχωριστό. Αυτές οι Notti Magiche, οι μαγικές βραδιές με την ομάδα του Ατζέλιο Βιτσίνι. Οι βραδιές που η γειτονική χώρα ονειρευόταν την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αλλά δεν έγινε έτσι. Οι βραδιές που η Ιταλία αγάπησε τον Σκιλάτσι και ο υπόλοιπος κόσμος έπαθε πλάκα μαζί του. Κι όμως, υπήρχε ένας άλλος στην οικογένεια, με τον οποίο θα μπορούσαν να τρελαθούν περισσότερο. Σε αυτόν όμως… έκανε πλάκα η μοίρα…
Ο Μαουρίτσιο Σκιλάτσι γεννήθηκε στο Παλέρμο το 1962 και από μικρός έδειξε ότι το είχε με το ποδόσφαιρο. Επιθετικός που μπορούσε να παίξει και σαν 10άρι, με τη μπάλα στα πόδια ήταν πολύ καλός. Πάρα πολύ καλός. «Ολοι λένε ότι ήμουν καλύτερος από τον Σαλβατόρε. Μπορεί και να είναι έτσι, ναι. Σίγουρα, όμως, ήμουν λιγότερο τυχερός από αυτόν», είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του… δεκαετίες μετά. Οταν έκανε τον απολογισμό της καριέρας του. Εναν απολογισμό που ήταν… σύντομος, γιατί σύντομη ήταν και η καριέρα του. Με ευθύνη όλων. Δική του, των γιατρών, των ομάδων του, της τύχης.
Γενικά, από νωρίς φαινόταν ότι η ιστορία του θα ήταν διαφορετική, αλλά δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το αποδεχθεί. Φάνηκε από το ξεκίνημα, άλλωστε. Στα 19 του χρόνια φτάνει στην πρώτη ομάδα της Παλέρμο και ονειρεύεται το μέλλον. Ονειρεύεται μια καριέρα σε κάποια από τις πλούσιες ομάδες του βορρά στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Ή έστω της Ρώμης. Κόντρα σε μία εξ αυτών, άλλωστε, έκανε και το ντεμπούτο του. Ηταν η Λάτσιο, ήταν για την τελευταία αγωνιστική, ήταν στο Ρέντσο Μπαρμπέρα και ήταν ντεμπούτο με γκολ. Χαρά; Μεγάλη. Μόνο ατομική όμως, γιατί στα αποδυτήρια δέχεται… επίθεση από τους συμπαίκτες του.
Ο… έρωτας του Τζέμαν
«Είχα βάλει γκολ στο ντεμπούτο μου, το χάρηκα πάρα πολύ. Κι ας μην άλλαζε τίποτα βαθμολογικά. Το είχα βάλει με το γόνατο μάλιστα. Και όταν επέστρεψα στα αποδυτήρια μου επιτέθηκαν όλοι γιατί είχαν ποντάρει στην ισοπαλία…», έχει διηγηθεί. Οχι και η καλύτερη ιστορία για να θυμάσαι από το πρώτο σου γκολ ως επαγγελματίας… Οπως και να έχει, ήταν μια αρχή. Μια καλή αρχή για τον Μαουρίτσιο Σκιλάτσι, ο οποίος σύντομα θα άφηνε το Παλέρμο. Αρχικά για τη Ρίμινι και μετά για την Λικάτα, ομάδα της Serie C2. Ομάδα στην οποία ήταν ο Ζντένεκ Τζέμαν, ο οποίος ζήτησε την απόκτησή του.
Αν χρειαζόταν μια απόδειξη ότι είχε ταλέντο, ήταν αυτή. Ο Τσέχος προπονητής φημίζεται για τη λατρεία του στους επιθετικούς, για το πώς ξεχώριζε αυτούς που μπορούσαν να κάνουν καριέρα. Και ο Μαουρίτσιο όντως μπορούσε. Αν δεν μπορούσε, δεν θα ανέβαζε την ομάδα του από τη Serie C2 στη Serie C1 στα 21 του χρόνια και δεν θα έπαιρνε μεταγραφή στη Λάτσιο. Ηταν το καλοκαίρι του 1986 και έβλεπε ότι το όνειρο του, σιγά-σιγά, για καριέρα στο ιταλικό ποδόσφαιρο, γινόταν πραγματικότητα. Δεν ήξερε ότι αυτό σύντομα θα εξελισσόταν σε εφιάλτη…
Στη Ρώμη ο Σκιλάτσι αρχίζει να παραπονιέται ότι νιώθει πόνους, ότι δεν μπορεί να προπονηθεί κανονικά. Οι συμπαίκτες, οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι περιμένουν να δουν το «φαινόμενο τεχνικής». Ετσι τον είχε χαρακτηρίσει στη Λικάτα ο Τζέμαν. Αντ’ αυτού, βλέπουν τον «παίκτη – μυστήριο». Ετσι τον βάφτισε ο Τύπος. Χειρότερο από αυτό, ήταν το «κατά φαντασίαν ασθενής», που του κόλλησαν οι συμπαίκτες του. Οι γιατροί δεν βλέπουν κάποιον τραυματισμό, αλλά ο ίδιος συνεχίζει να παραπονιέται.
Η αρχή του τέλους και το ιατρικό λάθος
Με τη σεζόν να μην πάει καλά για τους Λατσιάλι, η διοίκηση αρχίζει να κουράζεται μαζί του. Ετσι, ένα χρόνο μετά την άφιξή του, τον στέλνει δανεικό στη Μεσίνα, όπου ήταν τόσο ο Τζέμαν όσο και ο ξάδερφος Σαλβατόρε. Θεωρητικά, ο Μαουρίτσιο θα έπρεπε να πάρει και πάλι τα πάνω του. Στην πράξη, όμως, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Παίζει 22 παιχνίδια, βάζει και ένα γκολ, αλλά δεν είναι ο εαυτός του. Και συνεχίζει να πονάει. Οι γιατροί, όμως, εξακολουθούν να μη βρίσκουν τίποτα. Ετσι, το «κατά φαντασίαν ασθενής» τον ακολουθεί και στη Γιούβε Στάμπια, όπου θα δοθεί μετά τη Μεσίνα.
Ηταν, όμως, τέτοιος; Οχι. Δυστυχώς για τον ίδιο όμως, αλλά και για το ιταλικό ποδόσφαιρο, θα αποδειχθεί όταν ήταν αργά. Την ώρα που ο ξάδερφος Σαλβατόρε έβγαινε πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ και έπαιζε στη Γιουβέντους, ο Μαουρίτσιο έπαιζε με… τενοσινοβίτιδα. Μια πάθηση στους τένοντες, η οποία προκαλεί κούραση και τραυματισμούς. Μια πάθηση που ήταν εύκολο να διαγνωστεί αλλά -άγνωστο πώς- δεν το έκανε κανείς γιατρός. Το μυστήριο θα λυνόταν, τελικά, το 1992, όταν είχε επιστρέψει στη Λικάτα. Δεν θα είχε, όμως, καμία σημασία πλέον.
Εχοντας δει το όνειρό του να σβήνει, έχοντας δει τον ξάδερφο που ήταν χειρότερος παίκτης να κάνει την καριέρα που θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος, ο Μαουρίτσιο Σκιλάτσι μπλέκει. Και μπλέκει άσχημα. Κατάθλιψη, μετά κοκαΐνη, μετά ηρωΐνη… Μέσα σε όλα αυτά, χωρίζει και με τη σύζυγό του. Η απόφαση να βάλει τέλος στην καριέρα του στα 32 του χρόνια, επομένως, μοιάζει μονόδρομος. Το όνειρο είχε σβήσει με άσχημο τρόπο, το ιταλικό ποδόσφαιρο είχε χάσει ένα μεγάλο ταλέντο, αλλά τα δύσκολα θα συνεχίζονταν.
Τα άδεια βαγόνια και το Fiat Panda…
Οι κακές παρέες δεν επιτρέπουν στον Σκιλάτσι να ξεμπερδέψει εύκολα, να σκεφτεί καθαρά, να βάλει προτεραιότητες στη ζωή του μετά τη μπάλα. Καταστροφή εντός γηπέδου, καταστροφή και εκτός, αφού θα χάσει όλα τα λεφτά του. Και δεν θα καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια του. Επιστρέφει στο Παλέρμο, δεν έχει επαφές με συγγενείς του, δεν έχει κάποια στήριξη ή βοήθεια από τους παλιούς φίλους του.
Θα προσπαθήσει να κάνει μια νέα αρχή διδάσκοντας σε σχολή ποδοσφαίρου. Το παρελθόν του, όμως, τον κυνηγάει κι εκεί. «Αποφάσισα να τα παρατήσω. Είχα κουραστεί από όσα έλεγαν για μένα. Οι γονείς δεν ήθελαν να στείλουν τα παιδιά τους για να τα διδάξει ένας πρώην ναρκομανής. Δεν έπαιρνα τίποτα πλέον, αλλά το παρελθόν μου αρκούσε για να μου καταστρέψει και το μέλλον», είπε το 2013.
Το είπε σε μια συνέντευξή του στη Gazzetta dello Sport, όπου αποκάλυψε και το πώς ζούσε. «Κοιμάμαι στα άδεια βαγόνα των τρένων το βράδυ. Εγώ και άλλοι 20. Επιασα πάτο αλλά θέλω να σταθώ ξανά στα πόδια μου», είπε τότε. Δεν τα κατάφερε, όμως, αφού το 2015 έγινε γνωστό ότι από τα τρένα κατέληξε σε ένα… Fiat Panda. Αυτό ήταν το «σπίτι» του. Σε αυτό κοιμόταν το βράδυ, ξυπνώντας το πρωί από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο στον δρόμο.
«Ξέρεις πόσες φορές ένιωσα ότι ήθελα να κλωτσήσω αυτή τη μπάλα; Να παίξω μαζί τους; Δεν το έκανα ποτέ όμως. Στο κάτω-κάτω, τι καλό μου έκανε η μπάλα;», αναρωτήθηκε…
Διαβάστε στο italians.gr
Ξεκίνησε τερματοφύλακας, έγινε επιθετικός και… σκότωσε έναν τερματοφύλακα
Η τραγική ιστορία του Εντοάρντο Μπορτολότι: Οι τρεις μήνες που του στοίχισαν τη ζωή