Το ποδόσφαιρο μπορεί να σε κάνει Θεό, μπορεί όμως να σε κάνει και καταραμένο, όπως δείχνει η ιστορία του Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο.
Το όνομά του το γράφουμε επειδή είμαστε Έλληνες, γιατί αν ήμασταν Βραζιλιάνοι δε θα θέλαμε όχι να το γράψουμε ή να το πούμε, αλλά ούτε να το σκεφτούμε. Υπερβολικό ακούγεται, σίγουρα, αλλά η υπερβολή είναι συστατικό στοιχείο του ποδοσφαίρου και όταν μιλάμε και για Βραζιλία, τότε ακόμη περισσότερο.
Όλα αυτά, άλλωστε, έχουν αποδειχθεί εδώ και πολλές δεκαετίες και συγκεκριμένα επτά. Το 1950, η χώρα του καφέ ζούσε στο ρυθμό του Μουντιάλ που διοργάνωνε και κανείς στη χώρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το τρόπαιο δεν θα κατέληγε στη σελεσάο. Πέρα από γηπεδούχος, άλλωστε, είχε και καλή ομάδα, με αστέρια τους Αντεμίρ, Μπαλτάζαρ, Ζιζίνιο, Ζαΐρ. Μια ομάδα δυνατή, η οποία είχε στο τέρμα τον Μοαζίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο, αυτόν που θα γινόταν για πάντα συνώνυμο της «κατάρας», της «γκαντεμιάς».
Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι παγκόσμια πρωταθλήτρια, τελικά, δεν αναδείχθηκε η Βραζιλία αλλά η Ουρουγουάη. Το 2-1 στον τελικό του Μαρακανά, το περιβόητο «Μαρακανάζο» όπως έμεινε στην ιστορία, είναι το αποτέλεσμα που πλήγωσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τα συναισθήματα των Βραζιλιάνων, οι οποίοι φέρονται να αυτοκτονούσαν κατά δεκάδες μετά το ματς, μη μπορώντας να αντέξουν την πίκρα.
Αλήθεια ή ψέματα, θα σας γελάσουμε. Αυτό που δεν αμφισβητείται, πάντως, είναι η πίκρα του Μπαρμπόσα, ο οποίος είδε το 90λεπτο που θα… έπρεπε να τον κάνε ήρωα, να τον κάνει τελικά εχθρό για τους συμπατριώτες του. Ή ακόμη και για τους συγγενείς του, τους φίλους του. Το δεύτερο γκολ της Ουρουγουάης, αυτό που της έδωσε τη νίκη, ήταν και το… τέλος του Μπαρμπόσα στη συνείδηση όλων.
«Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, μία παγερή αίσθηση παρέλυσε όλο το κορμί μου. Ηταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που ένιωσα μία απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί σε μένα και με ήθελαν νεκρό», ήταν τα λόγια με τα οποία είχε περιγράψει το πώς ένιωσε εκείνη τη στιγμή. Και ένιωσε σωστά.
Ο Μπαρμπόσα χρεώθηκε την ήττα, χρεώθηκε την απώλεια του τροπαίου και αυτό το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή και με πολύ άσχημο τρόπο. «Σχεδόν όλοι οι φίλοι μου, ακόμα και από την οικογένειά μου, με κατηγόρησαν. Ολη η χώρα με κατηγόρησε ότι εγώ έφταιγα», είχε πει δεκαετίες μετά, για να αισθανθεί τελικά ακόμη χειρότερα το 1994.
Με την αποστολή της Βραζιλίας να βρίσκεται στις ΗΠΑ για το Μουντιάλ, ο παλαίμαχος τερματοφύλακας θέλησε να επισκεφθεί την ομάδα αλλά ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, δεν το επέτρεψε, επειδή θεωρούσε ότι ο Μπαρμπόσα ήταν καταραμένος και θα έφερνε γρουσουζιά… Και το γεγονός ότι κανείς από την αποστολή, κανείς από τους δημοσιογράφους ή τους απλούς πολίτες της Βραζιλίας, δεν εναντιώθηκε σε αυτό που έγινε στις ΗΠΑ, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον ίδιο.
«Η ανώτερη ποινή για ανθρωποκτονία στη Βραζιλία είναι 30 χρόνια. Εμένα με τιμωρούν ακόμη, 50 χρόνια μετά, για ένα έγκλημα που δεν έκανα ποτέ», ήταν η δήλωση του, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, στις 7 Απριλίου 2000. Ξεχασμένος από τους συμπατριώτες του, λυτρωμένος όμως ο ίδιος, αφού έμπαινε, έστω έτσι, το τέλος στο δράμα που ζούσε επί μισό αιώνα…