Ρομπέρτο Μαντσίνι. Τεχνίτης, ηγέτης, νικητής και ένας από τους 50 καλύτερους στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Στον αγώνα της Ιταλίας με την Ουαλία, στην 3η αγωνιστική των ομίλων του Euro 2020, υπήρξε ένα highlight. Το κοντρόλ του προπονητή της Σκουάντρα Ατζούρα με το… τακούνι, όταν η μπάλα πήγε προς αυτόν από ψηλά. Η σκηνή έγινε αμέσως viral και τα social media αποθέωσαν τον Μαντσίνι. Οι νεότεροι, αυτοί που δεν τον είχαν προλάβει ως παίκτη, έδειχναν έκπληκτοι από την άνεση του στο κοντρόλ. Οι παλαιότεροι, αυτοί που τον θυμούνται σε δράση, το θεώρησαν πολύ απλό για την τεχνική του. Για την κλάση του. Γιατί ο «Μάντσιο» υπήρξε παικταράς από τους λίγους και… αντιδραστικός, αφού προτίμησε να νικήσει χωρίς να υπογράψει σε κάποια από τις τρεις του βορρά.
Γιατί έμεινε στην ιστορία
Επειδή κατάφερε μια όμορφη επανάσταση στη Σαμπντόρια, καθιερώνοντας την στη συνείδηση όλων ως μια ομάδα που διεκδικούσε και κατακτούσε τίτλους στην Ιταλία και στην Ευρώπη, που κέρδιζε οπαδούς ή συμπάθειες, που γινόταν ελκυστική για μεγάλα ονόματα. Η ιστορία εκείνης της ομάδας των μπλουτσερκιάτι, της ομάδας του Βουγιαντίν Μπόσκοφ, είναι από τις πιο όμορφες του Calcio και ο Μαντσίνι είναι ο πρωταγωνιστής της. Δίπλα του, φυσικά, υπήρχε ο Τζανλούκα Βιάλι, το alter ego του, αλλά από το 1992 κι έπειτα ο Μάντσιο έμεινε μόνος. Για άλλα πέντε χρόνια τουλάχιστον, όταν και έβαλε τέλος στη 15ετή θητεία του στη Γένοβα, αποφασίζοντας να πάει στη Ρώμη για λογαριασμό της Λάτσιο.
Εκεί, βρήκε τον χώρο του ανάμεσα σε ένα ρόστερ πολλών εκατ. ευρώ, ήταν ο «προπονητής της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο, αυτός που κατηύθυνε τους πάντες» σύμφωνα με τον Σβεν Γκόραν Ερικσον και το γεγονός ότι στέφθηκε πρωταθλητής και με τους λατσιάλι, μετά τη Σαμπντόρια, απλά μεγάλωσε κι άλλο τον μύθο του Μαντσίνι. Ενός εκ των μεγαλύτερων μπαλαδόρων που έβγαλε το ιταλικό ποδόσφαιρο, αφού η τεχνική του, σε συνδυασμό με την άνεσή του στο σκοράρισμα, τον έκαναν ποδοσφαιριστή που μπορούσε να παίξει παντού από το κέντρο και μπροστά. Χαφ, 10άρι, δεύτερος επιθετικός, ο Ρομπέρτο μπορούσε να παίξει κάθε ρόλο και να το κάνει καλά. Με την κλάση του, την αντίληψή του, ακόμη και την -καλώς εννοούμενη- αλαζονεία του.
Τα πρώτα χρόνια του Ρομπέρτο Μαντσίνι
Τα πρώτα βήματα στο ποδόσφαιρο τα έκανε στη Μπολόνια, στην οποία υπέγραψε το 1977, όταν ήταν 13 ετών. Αρχικά στην Primavera και το καλοκαίρι του 1981, πριν κλείσει τα 17 του, προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Στην πρεμιέρα της Serie A 1981-82, έκανε ντεμπούτο σε ηλικία 16 τών, 9 μηνών και 17 ημερών. Επαιξε, ως αλλαγή, 17 λεπτά. Την επόμενη εβδομάδα 12′, μετά 28′ και τελικά έκανε 30 συμμετοχές, παίζοντας σε όλα τα παιχνίδια και βάζοντας 9 γκολ.
Στους ροσομπλού παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο, αφού το καλοκαίρι του 1982 η Σαμπντόρια κινήθηκε για την απόκτησή του, μετά την επιμονή του Πάολο Μπορέα. Αυτός ήταν ο τεχνικός διευθυντής της Μπολόνια τη σεζόν 1981-82 και έχοντας συμφωνήσει με τους Γενοβέζους, πείθει τόσο τον πρόεδρο τους, Πάολο Μαντοβάνι, να δώσει όσα χρειάζονται, όσο και τον Μαντσίνι να συμφωνήσει. «Ο Μαντοβάνι θέλει να φτιάξει μια μεγάλη ομάδα και εσύ μπορείς να γίνεις η σημαία», ήταν τα λόγια του Μπορέα.
Τελικά η Σαμπντόρια έδωσε 2,5 δισ. λιρέτες συν τρεις παίκτες για να αποκτήσει τον 18χρονο Μαντσίνι, ο οποίος έμαθε τα νέα στην παραλία αφού ήταν διακοπές με τους γονείς του. Μία μέρα μετά, εκεί βρέθηκε και άνθρωπος της Γιουβέντους, της ομάδας που υποστήριζε πιτσιρικάς ο Ρομπέρτο. Είχε, όμως, αργήσει…
Το μπαμ
Το ξεκίνημα στη Σαμπντόρια δεν ήταν εύκολο, αφού με τον πρώτο του προπονητή εκεί, τον Ρέντσο Ουλιβιέρι, δεν υπήρχε και η καλύτερη συνεννόηση. Βασική διαφωνία, η θέση στην οποία θα αγωνιζόταν. Τα πράγματα θα βελτιώνονταν κάπως με τον Εουτζένιο Μπερσελίνι τη διετία 1984-86, αλλά η εκτόξευση του Μαντσίνι άρχισε από το ’86 κι έπειτα, με την άφιξη του Βουγιαντίν Μπόσκοφ. Με τον Σέρβο προπονητή έδεσαν αμέσως και υπό τς οδηγίες του έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο της καριέρας του.
Σε οποιαδήποτε θέση, με οποιονδήποτε τρόπο, ο Μαντσίνι έφτιαχνε γκολ για τους συμπαίκτες του, χωρίς φυσικά να παραβλέπει τον εαυτό του. Κύπελλα Ιταλίας, κύπελλο Κυπελλούχων, scudetto, η Σαμπντόρια ήταν μια ομαδάρα που συνεχώς βελτιωνόταν και ο Ρομπέρτο έκλεινε τα αυτιά του σε οποιαδήποτε πρόταση, έχοντας ως στόχο να κατακτήσει τα πάντα με τους μπλουτσερκιάτι. Οχι τυχαία, ακόμη και σήμερα ξεχωρίζει ως μεγαλύτερη πίκρα της καριέρας του την ήττα από την Μπαρτσελόνα στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Wembley το 1992.
Η αυλαία
Το 1997, έχοντας δει όλους τους συμπαίκτες-φίλους να έχουν αφήσει τη Γένοβα, έχοντας συμπληρώσει 15 χρόνια εκεί και έχοντας πετύχει όλα όσα μπορούσε να πετύχει, αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα του μεγάλου «αντίο». Αυτή τη φορά, δεν αρνήθηκε όλες τις προτάσεις, αλλά είπε «ναι» σε αυτή της Λάτσιο, όπου ξαναβρήκε τον Ερικσον. Τα τέσσερα χρόνια στη Ρώμη ήταν βασικά τα τελευταία του ποδοσφαιριστή Μαντσίνι -αφού οι λίγοι μήνες στη Λέστερ το 2001 έχουν ξεχαστεί κι από τον ίδιο- και ήταν όμορφα. Με γκολάρες, όπως το αξέχαστο τακουνάκι επί της Πάρμα στο Ennio Tardini, με μαθήματα ηγετικής συμπεριφοράς στους νεότερους, με ακόμη ένα scudetto και ακόμη ένα Κυπελλούχων και με την αναγνώριση από όλη την Ιταλία προς έναν από τους σπουδαιότερους της ποδοσφαιρικής ιστορίας της.
Ο προπονητής Μαντσίνι
Στη Λάτσιο, όπως αναφέρεται παραπάνω, ήταν προπονητής μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Ετσι τον είχε χαρακτηρίσει ο Ερικσον. Και όταν αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του, έγινε προπονητής… στον πάγκο. Ο «Μάντσιο» αποφάσισε να γίνει allenatore και κατάφερε να είναι νικητής και ως τέτοιος. Πρωταθλήματα, κύπελλα και Σούπερ Καπ με την Ιντερ, κύπελλα με Φιορεντίνα και Λάτσιο, πρωταθλήματα με τη Μάντσεστερ Σίτι, κύπελλο με τη Γαλατασαράι. Μέχρι που ήρθε το καλοκαίρι του 2018 η συμφωνία του με την ιταλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία.
Ο Μαντσίνι ανέλαβε την εθνική Ιταλίας και τη μεταμόρφωσε. Ομορφο ποδόσφαιρο, αλλαγή νοοτροπίας, τόπο στα νιάτα, ρεκόρ αήττητων αγώνων, πρόκριση στον τελικό του Euro 2020. Απέχει, πλέον, μόλις ένα 90λεπτο από τη δόξα. Από την κούπα. Γιατί όλα τα άλλα, την αναγνώριση δηλαδή για την τρομερή δουλειά του, την έχει ήδη κερδίσει.
Ονοματεπώνυμο: Ρομπέρτο Μαντσίνι
Προσωνύμιο: Μάντσιο
Ομάδες: Μπολόνια (1981-82), Σαμπντόρια (1982-1997), Λάτσιο (1997-2001), Λέστερ (2001).
Τίτλοι: Δύο πρωταθλήματα Ιταλίας (ένα με Σαμπντόρια, ένα με Λάτσιο), 6 κύπελλα Ιταλίας (4 με Σαμπντόρια, 2 με Λάτσιο), 2 Σούπερ Καπ Ιταλίας (ένα με Σαμπντόρια, ένα με Λάτσιο), 2 κύπελλα Κυπελλούχων (ένα με Σαμπντόρια, ένα με Λάτσιο), ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (Λάτσιο).
«Επαιξα για 15 χρόνια στη Σαμπντόρια. Θα μπορούσα, φυσικά, πολλές φορές να πάω στη Γιουβέντους, στη Μίλαν ή στην Ιντερ, αλλά προτίμησα να μείνω στη Σαμπ επειδή ήταν η οικογένειά μου και επειδή ως ποδοσφαριστή με ενδιέφερε πάντα ένα πράγμα: Να νικήσω. Και η Σαμπντόρια ήταν η νίκη μου».
Διαβάστε στο italians.gr
Ντανιέλε Ντε Ρόσι: Ο πιστός μονομάχος της Ρόμα
Ιταλικό ποδόσφαιρο: Η πρωταθλήτρια Σαμπντόρια και η μαγική ιστορία της
Οι 10 μεγαλύτεροι μπαλαδόροι στο ιταλικό ποδόσφαιρο
Πηγή φωτογραφίας: Επίσημος λογαριασμός του Ρομπέρτο Μαντσίνι στο Twitter