Εριμπέρτο ή Λουτσιάνο; Στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα η Ιταλία δεν πίστευε αυτά που αποκαλύπτονταν.
Η 5η Μαΐου 2002 είναι μία από τις μέρες που δεν θα ξεχάσει ποτέ το ιταλικό ποδόσφαιρο. Η μέρα που η πρωτοπόρος Ιντερ έχασε μέσα από τα χέρια της το scudetto στο… δικό της Olimpico, η μέρα που η 2η Γιουβέντους νίκησε στο Ούντινε και έγινε πρωταθλήτρια. Μια μέρα, γενικά, που αν αφήσουμε στην άκρη τα οπαδικά συναισθήματα του καθενός και προσπαθήσουμε να το δούμε πιο αποστασιοποιημένα ή καθαρά, ήταν το τέλειο φινάλε εκείνου του πρωταθλήματος, γιατί η σεζόν 2001-02 ήταν μέσα στην τρέλα από την αρχή ως το τέλος. Κι αν για το φινάλε ευθύνονται τα όσα προαναφέραμε, για την αρχή η «υπεύθυνη» ήταν η Κιέβο και ακόμη πιο συγκεκριμένα ένας παίκτης της…
Εχοντας μόλις ανέβει στη Serie A, αυτή η ομάδα από μια συνοικία της Βερόνα φρόντισε να δείξει από την αρχή στους Ιταλούς ότι αφού την έμαθαν, δε θα την ξεχνούσαν ποτέ. Η εξέλιξη των πραγμάτων, με όσα απίθανα έκαναν τα επόμενα χρόνια τα «ιπτάμενα γαϊδούρια», όταν κατάφερναν να εξασφαλίσουν την παραμονή τους κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, επιβεβαιώνει αυτό που προαναφέραμε, αλλά το θέμα μας σήμερα δεν είναι το πώς η Κιέβο έσπαγε τα νεύρα όλων των μεγάλων ομάδων παίρνοντας αποτελέσματα που τη βοηθούσαν να πετύχει τον στόχο της παραμονής. Το θέμα μας είναι ένας παίκτης της, ο οποίος τελικά ήταν… δύο άνθρωποι. Κυριολεκτικά.
Ο Εριμπέρτο ντα Κονσεϊσάο Σίλβα ήταν ο 23χρονος Βραζιλιάνος δεξιός εξτρέμ της «ομάδας των θαυμάτων», όπως είχε χαρακτηριστεί από τα ΜΜΕ εκείνη η Κιέβο του Τζίτζι Ντελ Νέρι και ήταν τόσο καλός ώστε να οδηγεί την ομάδα ακόμη και στην κορυφή της Serie A. Δεν είναι σχήμα λόγου για να δοθεί έμφαση, αλλά η πραγματικότητα. Οι Βερονέζοι, για παράδειγμα, πήγαν ως πρωτοπόροι για να αντιμετωπίσουν τη Γιουβέντους στο Delle Alpi, παρέμεναν σταθερά στις ψηλές θέσεις και δεν άργησε να γίνει στόχος, οι παίκτες της δηλαδή, των μεγαλύτερων κλαμπ. Και αυτός που είχε τους περισσότερους ή φανατικότερους θαυμαστές, ήταν ο Εριμπέρτο.
Η Λάτσιο του Σέρτζιο Κρανιότι, η ομάδα που μπορούσε να αποκτήσει οποιονδήποτε εκείνα τα χρόνια, πρόσφερε 18 εκατ. ευρώ στην Κιέβο, η οποία δεν άργησε να πει το «ναι». Φυσιολογικό. Το παράλογο ήταν ότι αργούσε να το πει ο Βραζιλιάνος, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του, δεν έκανε καμία δήλωση και έβαλε τον μάνατζέρ του να ενημερώσει τους δημοσιογράφους ότι υπάρχει ένα νομικό πρόβλημα. Και όταν αυτό αποκαλύφθηκε, κανείς δεν πίστευε αυτά που άκουγε…
«Δεν ονομάζομαι Εριμπέρτο αλλά Λουτσιάνο, δεν είμαι 23 ετών αλλά 27, δεν μπορώ πλέον να υποκρίνομαι και θέλω ο γιος μου, τουλάχιστον αυτός, να έχει το πραγματικό του όνομα», ήταν τα λόγια του Βραζιλιάνου που σόκαραν τους πάντες. Λόγια που θα έχουν ως συνέπεια να χαλάσει η μεταγραφή στη Λάτσιο, να τιμωρηθεί από την ιταλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία με αποκλεισμό ενός χρόνου -ποινή που θα μειωθεί στους έξι μήνες λόγω ομολογίας- και παράλληλα να αρχίσει μια παραφιλολογία για το τι ακριβώς είχε συμβεί.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ακόμη και σήμερα ίσως, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Οι εκδοχές, πάντως, είναι δύο: Α) Ο μάνατζερ Ρενίνσον Γκόμες Μπαρέτο Φίλιο, ο οποίος είχε ανακαλύψει τον Λουτσιάνο, πλήρωσε κάποιον γνωστό του για να φτιάξει μια ψεύτικη νέα ταυτότητα στον ποδοσφαιριστή. Β) Ο Εριμπέρτο είναι υπαρκτό πρόσωπο, στο οποίο ο Λουτσιάνο, δηλαδή ο μάνατζέρ του, έδωσε αρκετά λεφτά για να παραχωρήσει όλα τα χαρτιά του στον ποδοσφαιριστή, ώστε να μπορέσει αυτός να κάνει πιο εύκολα καριέρα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ιταλία.
Το θέμα, τελικά, οδηγήθηκε στα βραζιλιάνικα δικαστήρια, όπου η απόφαση ήταν ότι ο Λουτσιάνο θα έπρεπε να δώσει μια καλή αποζημίωση στον Εριμπέρτο. Του την έδωσε, προφανώς, επιστρέφοντας στο προσκήνιο όταν τελικά έκανε τη μεγάλη μεταγραφή, υπογράφοντας στην Ιντερ ένα χρόνο μετά. Μεταγραφή που δεν έπιασε όμως, αφού έδειχνε να έχει χαθεί όλη η… μαγεία γύρω από τον Βραζιλιάνο, ο οποίος ως Λουτσιάνο δεν υπήρξε ποτέ τόσο καλός όσο ως Εριμπέρτο.
Ενδεχομένως αυτή να ήταν η τιμωρία του για την «απάτη» του, αλλά ήταν μια τιμωρία που ο ίδιος δέχθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα, αφού δεν είχε κανένα λόγο πλέον να κρύβεται από κανέναν, απολαμβάνοντας όλη την αγάπη της Κιέβο, στην οποία παρέμεινε ως τα 38 του χρόνια. Και ήταν τα πραγματικά του χρόνια αυτά…